ἀσκητικά

ἀσκητικά
ἀσκητικός
laborious
neut nom/voc/acc pl
ἀσκητικά̱ , ἀσκητικός
laborious
fem nom/voc/acc dual
ἀσκητικά̱ , ἀσκητικός
laborious
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσκητικάς — ἀσκητικά̱ς , ἀσκητικός laborious fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • ИСААК СИРИН — [Исаак Ниневийский; сир. , ], греч. ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος] (не ранее сер. VI в., Бет Катрайе (Катар) не позднее 1 й пол. VIII в., Хузестан), прп. (пам. 28 янв.), еп. Ниневийский, отец Церкви, автор аскетических творений. Жизнь Биографические сведения об …   Православная энциклопедия

  • Нил Сорский — (ок. 1433 – 7 V 1508) – организатор скита на р. Соре в Белозерском крае, автор посланий, Предания и Устава, завещания, молитвы, редактор и переписчик книг. Главными источниками сравнительно небогатых сведений о нем являются, во первых, его… …   Словарь книжников и книжности Древней Руси

  • Σελλοί — Αναφέρονται και ως Ελλοί. Οι αρχαιότατοι κάτοικοι της κοιλάδας της Δωδώνης, η οποία ονομάστηκε από αυτούς Ελλοπία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Στράβωνα οι Σ. ήταν βάρβαροι «ανιπτόποδες» και κοιμούνταν καταγής. Πολλοί τους θεωρούσαν λαό,… …   Dictionary of Greek

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ασκητής — ό (AM ἀσκητής, θηλ. ἀσκήτρια) [ασκώ] αυτός που ζει ασκητικά, ο ερημίτης νεοελλ. αυτός που ζει απομονωμένος σαν να είναι ασκητής αρχ. 1. εκείνος που κατέχει μια τέχνη ή εξασκεί κάποιο επάγγελμα 2. αθλητής …   Dictionary of Greek

  • ασκητικός — ή, ό (AM ἀσκητικός, ή, όν) [ασκητής] Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ασκητική ο ασκητισμός* αρχ. ο επίπονος, ο κοπιαστικός II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς) με τρόπο ασκητικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”